ΟΙΚΙΑ ΑΘΑΝΑΣΙΑΣ ΠΟΛΥΖΟΥ (ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΤΟΥ ΡΕΚΑΪΤΗ)
Ανεβαίνοντας την οδό Φρουρίου στη στροφή που αντικρίζεις τη Χάρμαινα, υπάρχει το σπίτι της κ. Αθανασίας Πολύζου. Ένα σπίτι που όταν το επισκέπτεσαι σε γυρνά πολλά χρόνια πίσω και κρύβει ένα μοναδικό πολιτισμό μέσα του. Τι να πρωτοθαυμάσει κανείς!!!! Τη βοτσαλωτή είσοδο, τη διαρρύθμιση της οικίας, τα μπαούλα, την ξύλινη εσωτερική σκάλα, τα ξεχωριστά έπιπλα, τα σκεύη της καθημερινότητας που χρησιμοποιούσαν τα παλιά χρόνια!!!! Όλα μοναδικά!!! Αφήσαμε την κ. Αθανασία να μας μιλήσει η ίδια για το σπίτι της:
"Τρίπατο παλιό. Ή δίπατο με μεσοπάτωμα.
Ψηλό ως 12 μέτρα – τους λυπόμουν και τους θαύμαζα τους μαστόρους που ανέβαιναν
στη σκεπή, όταν την επισκευάζαμε. Σπίτι των ανέμων. Γωνιακό κι ελεύθερο
τριγύρω, δεν το ακουμπάει τίποτα.
Πόσο παλιό; Πόσα χρόνια κουβαλάει στην
πλάτη του; Το 1926 το κληρονόμησε ο γιατρός Νικόλαος Ρεκαϊτης απ΄ τον πατέρα του – αν είχε χτιστεί και 30-40
χρόνια νωρίτερα, είναι πια …υπεραιωνόβιο!!! Και αντέχει στο χρόνο χάρη στην
αγάπη και το σεβασμό που έδειξαν οι
ένοικοί του.
Από τη μια πλευρά του σπιτιού, έξω απ΄
τον μαντρότοιχο, ως εκεί που τελειώνει το 4ο Δημοτικό Σχολείο, υπήρχαν λιόδεντρα – πολλά λιόδεντρα,
ιδιοκτησία κι αυτά του πατέρα που έχτισε το σπίτι. Γι αυτό και υπήρχαν
βοηθητικοί χώροι: αχυρώνες, αποθήκες, στέγη για τα ζωντανά. Στη μία αποθήκη υπάρχει
ακόμη, άτεχνα επισκευασμένος, ο φούρνος με τα ξύλα. Εκεί έψηνε η Δημητρούλα (κι
όλη η γειτονιά) πίτες και γεμιστά. Ψωμί δεν θυμάμαι να ζυμώναμε στο σπίτι.
Έφτιαχνε όμως τα καλοκαίρια η μάνα
τραχανά, πολύ τραχανά! Όλων των ειδών: σταρένιο, σιμιγδαλένιο, ανάμεικτο.
Ερχόταν κάθε πρωί ο γαλατάς από το Σερνικάκι ή την Αγία Ευθυμία κι άδειαζε
30-40 κιλά φρέσκο γάλα στο καπνισμένο καζάνι. Κι άρχιζε ο αγώνας. Εγώ στο
ανακάτεμα με τον ξύλινο τρίφτη. Οι γείτονες έρχονταν αργότερα: καφές και ζεστό
αφράτο ζυμάρι τραχανά. Βαρύ για το στομάχι, αλλά ποιος νοιαζόταν… Τον
εμπορευόταν η μάνα τον τραχανά. Έφτανε η χάρη του κι η νοστιμιά του ως την
Αμέρικα, στους συγγενείς της πελατείας. Ασυναγώνιστη η μάνα στον τραχανά.
Το πάνω πάτωμα του σπιτιού είχε λαδώσει
από τα τόσα χρόνια που… έτρωγε τραχανά. Ίσως γι αυτό διατηρούνται σε άριστη
κατάσταση τα σανίδια, αν και άγριο ξύλο – που παρκέ και πολυτέλειες. Στρώνονταν
λοιπόν τα μπαμπακένια σεντόνια στο σανίδι κι απλωνόταν ο τραχανάς να στεγνώσει.
Τέσσερα παράθυρα και μια μπαλκονόπορτα ανοιχτά – ερχόταν το αεράκι κι ετοίμαζε
τον τραχανά για τρίψιμο.
Το απόγευμα έφτανε κι η θεια-Γιωργίτσα
(αυτή ήταν για μένα η γιαγιά μου, την κανονική δεν τη θυμάμαι, δεν είχαμε οι
δυο μας πάρε-δώσε κι ας έμενε στο σπίτι μας) κι άρχιζε να δουλεύει το κόσκινο.
Έπρεπε να τριφτεί ψιλός ο τραχανάς, πριν ξεραθεί το ζυμάρι. Θυμάμαι να κάθομαι
μαζί τους, μάλλον βοηθούσα κι εγώ. Θυμάμαι και μια φορά που έφαγα ένα κιλό
βερίκοκα καθισμένη στη σκάλα. Η μαμά κι η θεια-Γιωργίτσα είχαν τον καφέ τους
και την κουβέντα. Εκεί να δεις γενεαλογικά δέντρα!!! Άρχιζαν να μιλούν για
κάποιον κι αν δεν θυμόντουσαν όνομα, το έψαχναν… περιφερειακά: εκείνος που πήρε
τη νύφη της Κατίνας του Μήτσου, που ήταν συμπεθέρα με το δικό μας το Νίκο απ΄
το σόι του παππού…
Έτσι περνούσαν τα καλοκαίρια. Ζέστη δεν
καταλαβαίναμε. Η αρχιτεκτονική και η λειτουργικότητα των παλιών σπιτιών είναι
ανεπανάληπτη. Πόσο με θλίβει και με εξοργίζει που χαλάνε τα παλιά σπίτια
εντελώς και γκρεμίζουν τους μαντρότοιχους! Είχαν κάποιο λόγο ύπαρξης αυτοί οι
τοίχοι, προστάτευαν από αδιάκριτα μάτια τη γαλήνη του σπιτιού, τον κήπο, τις
μυρωδιές… Μπορούσες να «κρυφτείς», να ησυχάσεις.
Το πάνω πάτωμα, λοιπόν, είναι ένα μεγάλο
δωμάτιο 5χ5 χωρίς ταβάνι – φαίνονται τα δοκάρια – κι άλλα δυο κανονικά δωμάτια
ταβανωμένα. Το ένα ήταν αποθήκη, έφτασα 40 χρονών για να το δω να γίνεται
κανονικό δωμάτιο. Όλα τα δωμάτια επικοινωνούσαν μεταξύ τους. Χαρά που έκανα στα
40 μου να μπαινοβγαίνω από τη μια πόρτα στην άλλη, από δωμάτιο σε δωμάτιο! Γι
αυτό μου ΄χει μείνει φαίνεται ο καημός με το σπίτι. Μια ζωή ήταν κλειστές οι
πόρτες, μερικά παράθυρα δεν είχαν τζάμια, στοίβες τα άχρηστα και τα χρήσιμα…
Ένα πάτωμα με εφτά παράθυρα κι ένα μπαλκόνι χαρά Θεού. Η Άμφισσα στα πόδια μας!
Τώρα η μισή θέα κρύφτηκε, σηκώθηκε σπίτι απέναντι. Καλοί γείτονες.
Το μεσοπάτωμα έχει τη μικρή βολική
κουζίνα. Εδώ διάβαζα όσο πήγαινα στο Δημοτικό. Η μαμά μαγείρευε στο τζάκι, που
μας ζέσταινε κιόλας – αργότερα αγοράσαμε πετρογκάζ και ηλεκτρικό φουρνάκο.
Έψηνε ωραιότατη τραχανόπιτα (κουρκουτό) η μαμά κι έφτιαχνε πάστα με ινδική
καρύδα. Την πόρτα της κουζίνας την είχα κάνει… μαυροπίνακα. Έπαιρνα κιμωλίες κι
έλυνα ασκήσεις γραμματικής και αριθμητικής.
Απέναντι από την κουζίνα υπήρχε άλλο ένα
μακρόστενο δωμάτιο - αποθήκη. Εκεί περνούσαμε τα καλοκαίρια ως 4-5 χρονών εγώ και τα δίδυμα ξαδέρφια μου.
Είχαμε και σκοινένια κούνια μέσα στο δωμάτιο. Ακόμα φαίνονται τα καρφιά που τη
στερέωναν. Μια φορά ο μπαμπάς καθόταν να
ξεκουραστεί στο μιντέρι κι είχε αφήσει
το τσιγάρο πλάι του. Πήγα και κάθισα πάνω του! Κάηκε ο ποπός μου!
Τον χειμώνα εδώ έφερναν και διάλεγαν τις
ελιές – έχω ακόμα τον λυόμενο πάγκο. Κι ύστερα άνοιγαν την καταπακτή και
βρουμμμ! οι ελιές έπεφταν κατευθείαν στη μεγάλη ξύλινη κάδη με τα τεράστια
σιδερένια στεφάνια να την κρατούν ζωσμένη να μην εκραγεί. Η κάδη ήταν από κάτω
στο υπόγειο – αυτό το υπόγειο έκανα τώρα βιβλιοθήκη και γραφείο μου. Είναι δροσερό
το καλοκαίρι. Το υπόγειο 1,5 μέτρο πιο κάτω από το επίπεδο της πάνω αυλής έχει
σχήμα Γ – το υπόλοιπο έγινε μπάνιο (ιδέα της Νίκης).
Στο επίπεδο της αυλής, απέναντι από το
υπόγειο και κάτω από την κουζίνα, είναι το «χειμωνιάτικο». Έτσι το έλεγαν οι
παλιοί. Εγώ το θυμάμαι σαν το μοναδικό σχεδόν δωμάτιο που είχαμε: εκεί οι
γιορτές, εκεί το διάβασμα όταν πήγαινα στο Γυμνάσιο, εκεί οι επισκέψεις. Έχει
και τζάκι.
Τζάκι είχε και στην κουζίνα, τώρα
αποκαλύφθηκε ότι έκρυβε πίσω του μια ωραία θολωτή εσοχή – εκεί έβαλα τη μικρή
ηλεκτρική κουζινίτσα μου. Υπάρχει κι άλλο ένα τζάκι στο πάνω πάτωμα, στην παλιά
κρεβατοκάμαρα των γονιών μου κι εδώ και πολλά χρόνια δική μου.
«Είναι από τζάκι» έλεγαν για κάποιον που ήταν ευκατάστατος.
Κήπος μεγάλος. Αυλές μεγάλες – η μία
διαθέτει και πηγάδι. Μια μουριά αιωνόβια σχεδόν, φέτος έσπασαν δυο κλωνάρια από
γεράματα, καταστεναχωρήθηκα. Όλη η αυλή γύρω από το πηγάδι ήταν με χώμα. Κάθε
καλοκαίρι παιδευόμουν μέρες ολόκληρες να ξεχορταριάσω. Τώρα έγινε τσιμεντένια,
αλλά έχει τριγύρω γιούκα, δεντρολίβανο, μια ελίτσα αφιερωμένη στη μνήμη της
Δημητρούλας και γλάστρες με λουλούδια.
Εδώ κυκλοφορούσαν 5-6 κότες, δυο
κατσίκες με τα κατσικάκια τους - η Φλώρα
και η Μάρθα – δυο τρία αρνάκια. Ο γάιδαρος ο Σκόμπι ήταν δεμένος στον αχυρώνα,
δεν επιτρεπόταν το σουλάτσο μαζί με τ΄ άλλα ζωντανά. Το παχνί του γεμάτο πάντα
με σανό κι άχυρο. Να δεις πώς έπινε νερό απ΄ το χαρανί το καλοκαίρι! Άκουγες τη
γλώσσα του να πλατσανάει στο νερό. ¨Τσιτσίκιασε το ζωντανό» έλεγε η μάνα μου (ακόμη αναρωτιέμαι:
τζιτζίκιασε πρέπει να είναι το σωστό, από τα τζιτζίκια).
Υπάρχει ακόμη το παλιό ψυγείο πάγου, η
σιδερένια κούνια που κοιμόμουν μωρό, το παλιό ραδιόφωνο, μερικά μπακίρια, πυροστιές
που έβαζαν πάνω τις κατσαρόλες και μαγείρευαν στο τζάκι, το σίδερο με κάρβουνα
για σιδέρωμα, ο μύλος που άλεθαν καφέ… τι αξέχαστη μυρωδιά ο φρεσκοκομμένος
καφές ανακατεμένος με λίγο γαρίφαλο! Κι
όταν έφτιαχναν καφέ να πιούν «έσταζαν» μέσα λίγο κονιάκ (ή ούζο). "
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου